- σερσέμης
- ο , σερσέμισσα η дурак, дура; тупица; болван
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σερσέμης — ο, θηλ. σερσέμισσα, Ν 1. χαζός, ανόητος 2. σαστισμένος, αμήχανος, εμβρόντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sersem] … Dictionary of Greek
σερσέμης — ο θηλ. σερσέμισσα (λ. τουρκ.), ανόητος, χαζός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερσέμικος — η, ο, Ν [σερσέμης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σερσέμη … Dictionary of Greek